Τρίτη, Ιουλίου 04, 2006

Dub Music - Η μινιμαλιστική πλευρά του reagge

Λίγοι γνωρίζουν ότι τα σήμερα τόσο διαδεδομένα rap και hip-hop έχουν τις ρίζες βαθειά στην μουσική της Ιαμαικής, την reggae. Οι DJ συνίθιζαν να χρησιμοποιούν ένα είδος μουσικής ομιλίας (γνωστό σήμερα σαν rap) πάνω από τα `B' sides των δίσκων 45 στροφών, τα οποία ήταν πλήρως απογυμνωμένα από το τραγουδι. Αυτή η νέα μορφή reggae έγινε γνωστή με το όνομα dancehall music. Σύντομα αυτό το είδος μουσικής αφομοιώθηκε από τα άτομα των χαμηλοτέρων κοινωνικών τάξεων, τα οποία βρήκαν την ευκαιρία να “τραγουδήσουν” στους αργούς ρυθμούς της απογυμνωμένης πιά reggae και να εκφράσουν την δυσαρέσκεια τους στην κοινωνική καταπίεση και τον αμερικάνικο τρόπο ζωής.

Σε αυτά τα ίδια δισκάκια των 45 στροφών φάνηκαν και τα πρώτα σημάδια της μουσικής dub. Ο δισκογραφικός κόσμος της Ιαμαικής ήταν από ανέκαθεν ένας κόσμος 45 στροφών (ισως γιατί οι περισσότεροι δεν είχαν την οικονομική ευχαίρεια να αγοράσουν ένα ολοκληρωμένο άλμπουμ). Το μόνο που χρειάζοταν ένας καλιτέχνης ήταν να γράψει ένα τραγούδι το οποίο μπορούσε να κυκλοφορήσει με πολύ λίγα έξοδα. Στην Β πλευρά υπήρχε συνήθως η instrumental εκτέλεση, γνωστή και σαν version (ή dub version).

Αρχίζοντας με την απλή ορχηστρική εκτέλεση των τραγουδιών, οι ηχολήπτες προχώρησαν στον πειραματισμό με νέους ήχους, με την πρόσθεση η αφαίρεση των οργάνων ή ακόμα και στην ολοκληρωτική αποξένωση από την αρχική μελωδία, με την βοήθεια ηχητικών εφφέ. Αυτή η διαδικασία, γνωστή σήμερα σαν remix, είχε πολλές φορές απρόβλεπτα αποτελέσματα, μία και η νέα εκτέλεση του τραγουδιού είχε όλο και λιγότερες ομοιότητες με το αυθεντικό κομμάτι. Πρέπει εδώ να σημειωθεί ότι ο τραγουδιστής δεν είχε σχεδόν καμμιά ανάμειξη σε αυτή τη διαδικασία. Το dub version ήταν αποκλειστική δημιουργία του ηχολήπτη, ο οποίος, χρόνο με τον χρόνο αποκτούσε όλο και περισσότερη ελευθερία.

Σύντομα η δημοτικότητα των Dub Versrions ανέβηκε, όπως ανέβηκε και η φήμη των δημιουργών τους. Ονόματα όπως οι King Tubby και Lee Scratch Perry θεωρούνται οι πρωτοπόροι του είδους. Οι νεώτεροι Mad Professor και Adrian Sherwood έγιναν συνώνυμα κάθε μουσικού πειραματισμού. Ακόμοι και κλασσικά συγκροτήματα της reggae, όπως είναι οι Black Uhuru και οι Culture άρχισαν να κυκλοφορούν remix-αρισμένα dub albums παράλληλα με τα αυθεντικά. … και αυτό ήταν μόνο η αρχή. Αν ρίξουμε μιά ματιά στην σημερινή μουσική σκηνή θα διαπιστώσουμε ότι μόρφές όπως το ambient ή το drum and bass δεν είναι τίποτε άλλο παρά μιά μετάλλαξη της dub.

Ο Lee Scratch Perry γεννήθηκε το 1936 στο Kendal, μιά μικρή πόλη στα νοτιοδυτικά της Jamaica. Στα 15 του εγκαταλείπει το σχολείο και μπαίνει σε ένα εναλλακτικό τρόπο ζωής. Σε μιά συνέντευξη του αναφέρει:

„Ποτέ δεν μου άρεσε η δουλειά, γιά μένα σήμαινε υποδούλωση σε κάποιο αφεντικό, μιά νέα μορφή σκλαβιάς. ..... Μου αρέσει περισσότερο να εργάζομαι με το κεφάλι. H μουσική ήταν για μένα η διέξοδος γιά το πνεύμα αλλά και γιά την άδεια μου τσέπη. ... ταν η εποχή του blues και jazz, προτιμούσα όμως τις ρίζες μου. Ολόκληρη την μέρα άκουγα roots music καί έριχνα πέτρες. Έριχνα πέτρες πάνω στούς βράχους, πάνω στο χώμα, πάνω στα κύμματα. Έριχνα πέτρες και άκουα ήχους. Άκουγα τον ήχο που κάνει η πέτρα στον βράχο, στο χώμα, στο κύμα. Και άκουγα άλλους ήχους, της βροντής, του αέρα. ... και άκουγα ακόμα φωνές. ... Ήταν οι πέτρες, οι ήχοι και οι φωνές που με οδήγησαν στην Πόλη Του Βασιλιά (Kingston) για τις τελικές εξετάσεις.“

Εκεί γνωρίζει τον Clement "Coxsone" Dodd, γίνεται μαθητής του και σε πολύ σύντομο χρόνο γίνεται το δεξί χέρι του Coxsone, ηχογραφώντας μάλιστα και το πρώτο του κομμάτι, το "Chicken Scratch", που του χάρισε και το παρατσούκλι "Scratch". Ο χαμηλός μισθός όμως τον αναγκάζουν να εγκαταλείψει τον Coxsone και να στραφεί προς άλλους παραγωγούς, για να καταλείξει στο συμπέρασμα ότι όλοι είχαν σκοπό την ωμή εκμετάλλευση.

Έτσι το 1968 δημιουργεί την δική του εταιρεία Upsetter records. Εμπνευσμένος από την θρησκευτική μουσική της Τζαμάικας και από τούς ήχους που άκουε ρίχνοντας πέτρες δημιουργεί τους The Upsetters, ένα συγκρότημα που προκαλεί αναστάτωση στα μουσικά στρώματα της reagge και που προωθεί μια νέα μορφή μουσικής, την σημερινή dub.

Η συνεργασία του με τον Bob Marley και τους Wailers στις αρχές της δεκαετίας του 70 τού έδωσε την φήμη που χρειαζόταν, αν και ο ίδιος ομολογεί ότι προτίμησε στο τέλος να εγκαταλείψει τέτοιους είδους συνεργασίες με την roots reagge, η οποία κατάντησε πολύ εμπορική! Ο ίδιος προτιμούσε να πειραματίζεται με νέους ήχους και καινούργιες τεχνικές ηχογράφισης και μιξαρίσματος.

Ήταν όμως η συνάντηση του με τον King Tubby, αυτή που έμελλε να κρίνει το μέλλον της dub. Σε μιά εποχή που η ψηφιακή τεχνολογία αποτελούσε ακόμα επιστημονική φαντασία και που το sampler ήταν ακόμα μιά άγνωστη λέξη, οι καινοτομίες των δύο ξεπερνούσαν κάθε όριο φαντασίας. Η ηχογράφηση γίνοταν σε τεράστια καρούλια τα οποία κατόπιν τύγχαναν ειδικής μεταχείρισης, πχ. κατακοματιάζονταν με ψαλίδι για να ξαναενωθούν με άλλη σειρα, παίζονταν ανάποδα, πιό γρήγορα ή πιό αργά, τα γέμιζαν με υπερβολικό reverb και echo, δυνάμωναν της συχνότητες του μπάσσου και των ντραμς αφαιρόντας ή χρησιμοποιόντας την φωνή εντελώς λειτά και επιλεκτικά. Και όλα αυτά έχοντας μόνα 4 κανάλια στην κονσόλα, σε μιά εποχή όπου οι ηλεκτρονικοί υπολογιστές βρίσκονταν ακόμη σε νηπιακή φάση!

20 χρόνια μετά η μοντέρνα τεχνολογία οδηγεί την μουσική σε νέες διαστάσεις. Η πιό προοδευτική εταιρεία σήμερα δεν είναι αλλή από την On U Sound, μια εταιρεία με ένα τεράστιο γενεαλογικό δέντρο. Καλλιτέχνες όπως οι Bim Sherman, The Pop Group, The Slits, PiL, έχουν καταφέρει, τα τελευταία περίπου 30 χρόνια, να γκρεμίσουν κάθε είδος πολιτιστικομουσικού φραγμού και να προκαλέσουν επανάσταση στον τρόπο που ακούμε και γράφουμε μουσική.

Ηγετικό της πρόσωπο ο Adrian Sherwood, παραγωγός και ηχολήπτης πρώτης κλάσης. Κολλημένος εδώ και χρόνια στον μουσικό του εξοπλισμό κατάφερε να συγκεντρώσει στο στούντιο του τους πιο δημιουργικούς ηχους κατασκευάζοντας έτσι μιά από τις μεγαλύτερες μουσικές/ηχητικές βιβλιοθήκες (sound databank) τών τελευταίων 15 χρόνων στη Μ. Βρετανία.

Ας κάνουμε ένα fast rewind κι ας επιστρέψουμε στο έτος 1975 όταν ο δεκαεφτάχρονος τότε Adrian με την μικρή του label Carib Gems και με τον ζήλο που πρέπει να διαθέτει κάθε νέος καλιτέχνης, προσπαθούσε να κάνει του κεφαλιού του στην μουσική σκηνή της Τζαμάικας, επιλέγοντας ιδιόμορφα και παράξενα μουσικά σχήματα, κάτι που τον οδήγησε στα πρόθυρα της οικονομικής καταστροφής. Ένας καλιτέχνης ο οποίος υποστήριζε το μουσικό γούστο και τον οποίο έλκυσαν οι μουσικές καινοτομίες του Adrian ήταν ο Prince Far I. Το παρθενικό του άλμπουμ 'Psalms' όχι μόνο κατάκτησε την Τζαμάικα, αλλά προκάλεσε ηχητικό σεισμό αρκετών ρίχτερ (όσοι πήγατε ποτέ σε dub concert και νοιώσατε την δύναμη του μπάσου στο στομάχι θα καταλάβατε τι εννοώ) και στη μουσική σκηνή της Μ. Βρετανίας.

Από τότε ακολούθησαν αρκετές εταιρίες όπως Hit Run, Creation Rebel και 4D Rhythms πριν την δημιουργία της On U Sound στις αρχές του 1980. Από τότε βλέπουμε όλο και πιό ενδιαφέροντα project, όπως είναι οι Gary Clail, New Age Steppers, African Head Charge, Dub Syndicate (το καλύτερο ισως συγκρότημα dub σήμερα).

Θα ήταν μεγάλη αδικία αν έκλεινα το άρθρο μου χώρις να κάμω έστω και μιά μικρή αναφορά σε μιά από τις νεότερες φιγούρες της dub, πού σιγά σιγά μεταμορφώνεται και αυτή σε μουσικό τέρας. Πρόκειται γιά τον Mad Professor, παραγωγό των Beastle Boys και Massive Attack, καθώς επίσης και σημερινό συνεργάτη του θρυλικού πια Lee 'Scratch' Perry. Το 1980 ο Nell Fraser (το παρατσούκλι Mad Professor το πήρε στο σχολείο γιά την μανία του με τα ηλεκτρονικά) δημιούργησε μπροστά από το σπίτι του στο Λονδίνο το τότε απλό 4 track studio, το οποίο σιγά σιγά εξελίχθηκε σε ένα από τα μεγαλύτερα του Λονδίνου.

H dub ήταν από την πρώτη μέρα της δημιουργίας της μιά πρόκληση, όσο για τους δημιουργούς της όσο και γιά τους ακροατές. Η σχεδόν ολοκληροτική απογύμνωση της μουσικής από τον στίχο, το δυνατό μπάσο, τα έντονα εφφέ και τα υπνωτικά beats σε χαμηλά bpm αποτελούν μιά αντικομφορμιστική φιλοσοφία στον easy going και ηλιόλουστο ρυθμό της reggae, όπως έχει αποθηκευτεί στο μυαλό μας από τα μέσα μαζικής (παρα)πληροφόρησης και τις μεγάλες δισκογραφικές εταιρείες. Η μουσική dub καταφέρνει να υπερβεί τα στενά πλαίσια της μουσικής βιομηχανίας και να ταυτιστεί σαν ένα είδος μουσικής διαμαρτυρίας στις κοινωνικές και πολιτικές πραγματικότητες.

Ένας από τους καλιτέχνες που ανακάλυψαν πρώτοι αυτή την δύναμη του dub είναι και ο Linton Kwesi Johnson. Αρχίζοντας την καρριέρα του στις αρχές της δεκαετίας του 70 κατάφερε να μεταδώσει στο ακροατήριο του ιστορίες που αφορούσαν την ρατσιστική κοινωνία της πατρίδας του (Μ. Βρετανία). Υπήρξε ο ιδρυτής της dub poetry, ένα αμάλγαμα μεταξύ των μυστηριακών ήχων της dub και ενός είδος rap το οποίο είναι πολύ διαδεδωμένο στην Ιαμαική. Οι μελωδικοί, επιφανειακοί στίχοι της reggae αντικατιστούνται από κοινωνικοπολιτικό περιεχόμενο, δίνοντας στην μουσική dub αυτό που τις έλειπε: φωνή! Σαν ποιητής στέκεται άνετα στο ύψος του Allen Ginsberg. Σαν θεωρητικός βρίσκεται δίπλα στον Noam Chomsky. Σαν συνθέτης ανεβάζει την dub στην θέση που της αξίζει δίνοντας της ένα ξεχωριστό ρόλο στην μουσική επανάσταση της εποχής μας!

BLUE NOTE - Επιστροφή στο μέλλον (1ο μέρος)

Ένας θρύλος όπως η Blue Note δεν σταμάτησε ποτέ να εκπλήσσει το ακροατήριο της με όλο και πιό προοδευτικές μουσικές μορφές. Ακόμη και σήμερα φροντίζει να βρίσκεται στη πρώτη γραμμή της δημιουργίας λειτουργόντας σαν πηγή επηρεασμού γιά μουσικούς, όπως γιά παράδειγμα τον Guru και τους Gangstarr, οι οποίοι συνδίασαν το Hip-Hop με τον ήχο της Blue Note και έφεραν στον κόσμο ένα δίσκο σαν το Jazzmatazz. Ένα άλλο συγκρότημα, οι US3, έκαναν στην κυριολεξία καρριέρα σαμπλάροντας παλιούς δίσκους της Blue Note, ήταν μάλιστα τόσο μεγάλη η επιτυχία τους, που η ίδια η εταιρία τους πρόσφερε συμβόλαιο συνεργασίας.

Η Blue Note Records ήταν από την πρώτη χρονιά της δημιουργίας της το 1939 αφιερωμένη στην καλιτεχνική ανεξαρτησία της μουσικής Jazz και ο ιδρυτής της Alfred Lion πολύ σπάνια απόκλεινε από αυτή την αρχή, καθιστώντας την Blue Note μιά από τις καλύτερες δισκογραφικές εταιρίες Jazz στον κόσμο.

Ο τότε δεκαεξάχρονος Alfred Lion ανακαλύπτει εντελώς τυχαία την μουσική Jazz από ένα poster κάποιου συγκροτήματος με το όνομα Sam Wooding's Orchestra στην γενέτειρα του πόλη, το Βερολίνο. Από τότε ερωτεύεται αυτό το νέο είδος της μουσικής και προσπαθεί με ταξίδια στην Αμερική να εμπλουτίσει τις γνώσεις αλλά και την δισκοθήκη του. Επιστρέφει από το πρώτο του ταξίδι με 300 δίσκους βινυλίου. Το 1938 μετακομίζει μαζί με άλλους Γερμανούς στις Ηνωμένες Πολιτείες γιά να γλυτώσει από το ναζιστικό καθεστός, βρίσκοντας έτσι την ευκαιρία να βρίσκεται κοντά στο μουσικό του πάθους.

Το ίδιο πάθος τον οδηγά στη δημιουργία της Blue Note Records, καινοτομόντας από την πρώτη κι’ όλας κυκλοφορία. Ήταν η εποχή των 75 στροφών και ο πρώτος δίσκος με τους πιανίστες Albert Ammons και Lux Lewis κυκλοφορεί σε 12", ένα format που μόνο οι καλιτέχνες κλασσικής μουσικής χρησιμοποιούσαν μέχρι τότε. Από την πρώτη επίσης μέρα της δημιουργίας της η Blue Note χρησιμοποιά το ίδιο logo, το οποίο παρέμεινε και γιά τα επόμενα χρόνια.

Η Blue Note καινοτομεί και στον τρόπο ηχογράφησης των συγκροτημάτων. Το επόμενο συγκρότημα κλείνεται στο στούντιο στις 4:30 το πρωί, μετά το κλείσιμο του club όπου έπαιζαν οι μουσικοί. Οι νυχτερινές ηχογραφήσεις ήταν πολύ σπάνιο φαινόμενο γιά την εποχή. Σειρά στο στούντιο έχει ο Sidney Bechet και το κομμάτι του "Summertime" γίνεται το πρώτο hit γιά την εταιρία.

3. "Blue Note Records are designed simply to serve the uncompromising expressions of hot jazz or swing, in general. Any particular style of playing which represents an authentic way of musical feeling is genuine expression. By virtue of its significance in place, time and, it circumstance possesses its own tradition, artistic standards and audience that keeps it alive. Hot jazz, therefore, is expression and communication, a musical and social manifestation, and Blue Note Records is concerned with identifying its impulse, not its sensational and commercial adornments."

Η Blue Note συνεχίζει να προωθεί νέα ονόματα στον χώρο της Jazz, αδιαφορώντας γιά την εμπορικότητα των συγκροτημάτων. Σε μιά εποχή όπου η Jazz απόκτουσε όλο και πιό μεγάλη εμπορικότητα, ο Lion και η παρέα του έκαναν του κεφαλιού τους, ηχογραφώντας μόνο τα συγκροτήματα που άρεσαν στους ίδιους, κάτι γιά το οποίο κατακρίθηκαν από πολλούς. «We tried to record jazz 'with a feeling'» είπε χαρακτηριστικά ο Lion σε μιά συνέντευξη.

Η μεγάλη ζήτηση των δίσκων της Blue Note συνδεόταν άμεσα με το γεγονός ότι χρησιμοποιούσε συγκροτήματα με λίγα μέλη, κρατώντας πάντα τα κόστα των ηχογραφήσεων σε «λογικά» επίπεδα, καταφέρνοντας όμως πάντα να κρατήσει ένα ψηλό επίπεδο, ικανοποιόντας και τον πιό απαιτητικό ακροατή. Σε ένα από αυτά τα συγκροτήματα ανακάλυψαν και τον Ike Quebec, τον κατά την γνώμη μου πιό άδικα υποβαθμισμένο από το πλατύ κοινό σαξοφωνίστα … και φυσικά η μιά ανακάλυψη φέρνει την άλλη, και τα ονόματα που ακολούθησαν ήταν αρκετά μεγάλα γιά να προκαλέσουν αναστάτωση πολλών βαθμών ρίχτερ στα μουσικά πράγματα της εποχής. Ήταν στο τέλος της δεκαετίας του 40, αρχές της δεκαετίας του 50, όταν οι Bud Powel και Theloniοus Monk έκαναν την εμφάνιση τους. Με την καθοδήγηση και προώθηση της Blue Note ανέβηκαν πολύ ψηλά και έκαναν την μουσική Jazz γνωστή σε έναν μεγάλο κύκλο. Ας μη ξεχνάμε ότι η Jazz λειτουργούσε μέχρι τότε στο περιθώριο. Στη λίστα προστέθηκαν επίσης ο Fats Navaro και ο περίφημος drummer Art Blakey, ο οποίος έμεινε γνωστός μεταξύ άλλων και για την ικανότητα του να παίζει στα drums τρείς διαφορετικούς ρυθμούς ταυτόχρονα!

Ο Alfred Lion και η παρέα του ήταν άτομα ακαίρεου χαρακτήρα και πραγματικοί οπαδοί της μουσικής που προωθούσαν και γι αυτό ακριβώς τον λόγο δεν φοβούνταν να δώσουν σε άγνωστους καλιτέχνες την ευκαιρία να δείξουν την αξία τους, κάτι που οι άλλες δισκογραφικές εταιρείες της εποχής θεωρούσαν ανόητο και οικονομικά καταστροφικό. Αν ήταν απόλυτα σίγουροι γιά τις ικανότητες του καλιτέχνη, τότε δεν σταματούσαν να τον υποστηρίζουν και να τον προωθούν, ακόμα και αν ο δίσκος του δεν είχε τις απαιτούμενες πωλήσεις. Μιά τέτοια περίπτωση ήταν και ο Thelonious Monk.

5. Εκτός από την μουσική της κατεύθυνση, η Blue Note έμεινε γνωστή και γιά τα covers των δίσκων της. Οι ευαίσθητες και ατμοσφαιρικές φωτογραφίες του Frank Wolf, καθώς επίσης το προχωρημένο γιά την εποχή design των Paul Bacon, Gil Melle και John Hermansader έδωσαν στην Blue Note την χαρακτηριστική της εμφάνιση.

Όλο και περισσότεροι καλιτέχνες έμπαιναν κάτω από την στέγη της: Horace Silver, Lou Donaldson, Clifford Brown, Kenny Drew, Kenny Burrell. Υπήρχαν επίσης και τα νέα ταλέντα: Miles Davis, Thad Jones και Sonny Rollins. Στην δεκαετία του 50 η Blue Note είχε στην διάθεση της, εκτός από τα μεγάλα ονόματα της Jazz, ένα πλούσιο σύνολο από μουσικούς, που πλαισίωναν θαυμάσια κάθε καλιτέχνη, αναγκάζοντας τον να υπερβεί πολλές φορές τον εαυτό του φέρνοντας τον έτσι σε ψηλότερα επίπεδα δεξιοτεχνίας. Δεν ήταν επίσης σπάνιο το γεγονός ότι πολλές φορές οι «άγνωστοι» μουσικοί, γνωστοί σαν sidemen, εξελίσσονταν σε αστέρια. Ένας τέτοιος μουσικός ήταν και ο Horace Silver.